αποκρυπτω

αποκρυπτω
    ἀποκρύπτω
    ἀπο-κρύπτω
    1) тж. med. скрывать, прятать, утаивать
    

(τινί τι Hom., Plut. и τινά τινος Hom.)

    ἀποκρύψασθαι πρός τινα Isocr. и τινα Xen. — скрыться от кого-л.

    2) закрывать, затмевать

(τὸν ἥλιον ὑπὸ τοῦ πλήθεος τῶν ὀϊστῶν Her.; χιὼν ἀπέκρυψε τοὺς ἀνθρώπους Xen.; ἀπεκρύπτετο ζόφῳ τὸ πεδίον Plut.)

; перен. заслонять, затемнять
    

(τέν σοφίαν Plat.)

    3) терять из виду
    

(γῆν Plat.; τινά Luc.)

    4) (sc. ἑαυτόν) скрываться из виду
    

(ἀναχωροῦντες ἀπέκρυψαν Thuc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αποκρυπτω" в других словарях:

  • ἀποκρύπτω — hide from pres subj act 1st sg ἀποκρύπτω hide from pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκρύπτω — 1 απέκρυψα βλ. πίν. 11 2 → δες αποκρύβω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποκρύπτω — κ. κρύβω (AM ἀποκρύπτω κ. κρύβω) 1. κρύβω κάτι από κάποιον, κρατώ κρυφό 2. εμποδίζω τη θέα κάποιου, κρύβω κάτι από τα μάτια κάποιου νεοελλ. αποσιωπώ κάτι, το κρατώ μυστικό αρχ. μσν. επισκιάζω κάποιον, δείχνομαι ανώτερός του αρχ. φρ. 1. «ἀποκρύπτω …   Dictionary of Greek

  • ἀποκεκρυμμένα — ἀποκρύπτω hide from perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀποκεκρυμμένᾱ , ἀποκρύπτω hide from perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀποκεκρυμμένᾱ , ἀποκρύπτω hide from perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρύπτεσθε — ἀποκρύπτω hide from pres imperat mp 2nd pl ἀποκρύπτω hide from pres ind mp 2nd pl ἀποκρύπτω hide from imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρύπτετε — ἀποκρύπτω hide from pres imperat act 2nd pl ἀποκρύπτω hide from pres ind act 2nd pl ἀποκρύπτω hide from imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρύπτῃ — ἀποκρύπτω hide from pres subj mp 2nd sg ἀποκρύπτω hide from pres ind mp 2nd sg ἀποκρύπτω hide from pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρύψουσι — ἀποκρύπτω hide from aor subj act 3rd pl (epic) ἀποκρύπτω hide from fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποκρύπτω hide from fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρύψω — ἀποκρύπτω hide from aor subj act 1st sg ἀποκρύπτω hide from fut ind act 1st sg ἀποκρύπτω hide from aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεκρύψω — ἀποκρύπτω hide from futperf ind act 1st sg ἀποκρύπτω hide from aor ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκεκρυμμέναι — ἀποκρύπτω hide from perf part mp fem nom/voc pl ἀποκεκρυμμένᾱͅ , ἀποκρύπτω hide from perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»